Για πολλές δεκαετίες, οι επιχειρήσεις ανησυχούσαν για τις συνέπειες των κυρώσεων που επιβάλλονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα φαίνεται να αλλάζει.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια τάση όπου ορισμένες εταιρείες εξετάζουν πιο προσεκτικά τις στρατηγικές τους όσον αφορά τις κυρώσεις. Ορισμένες έχουν επιλέξει να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους σε χώρες που βρίσκονται υπό περιορισμούς, ελπίζοντας ότι η μελλοντική πολιτική μπορεί να είναι πιο ευνοϊκή ή τουλάχιστον δεν θα είναι τόσο αυστηρή όσο στο παρελθόν.
Αυτή η αλλαγή προσέγγισης προκύπτει από την αναγνώριση ότι οι αγορές σε χώρες με κυρώσεις μπορεί να προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες κέρδους. Οι επιχειρήσεις εξετάζουν τη δυνατότητα διαφοροποίησης των αγορών τους και μείωσης της εξάρτησής τους από παραδοσιακά κέντρα. Κάποιες χρησιμοποιούν τη στρατηγική της συνεργασίας με τις τοπικές επιχειρήσεις, ελπίζοντας η κίνηση αυτή να μειώσει τον κίνδυνο.
Οι επιπτώσεις των κυρώσεων επηρεάζουν επίσης τη χρηματοδότηση, καθώς οι τράπεζες και οι επενδυτές γίνονται πιο προσεκτικοί σχετικά με το πού κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους. Παρ’ όλα αυτά, οι επενδύσεις σε ανάπτυξη και υποδομές σε αυτές τις χώρες παραμένουν προτεραιότητα για πολλές επιχειρήσεις, που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρουν οι αναδυόμενες αγορές.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές και οι θεσμικοί φορείς επανεξετάζουν τις πολιτικές τους, προσπαθώντας να βρουν μία ισορροπία μεταξύ της απαίτησης για εθνική ασφάλεια και της προώθησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η διεθνής συνεργασία και η διάλογος μεταξύ κρατών γίνονται ολοένα και πιο σημαντικοί, καθώς οι επιχειρήσεις προσπαθούν να πλοηγηθούν σε ένα περίπλοκο τοπίο που αλλάζει συνεχώς.
Συνολικά, φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις αρχίζουν να προσδιορίζουν ξανά τις στρατηγικές τους αναφορικά με τις κυρώσεις, με στόχο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα.